- πλάνια
- η, Νβλ. πλάνη (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλιπλανία — ἁλιπλανία, η (Α) περιπλάνηση στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * + πλανία < πλάνος «πλάνη»] … Dictionary of Greek
οφθαλμοπλανία — ὀφθαλμοπλανία, ἡ (Α) απάτη τών οφθαλμών, οφθαλμαπάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + πλανία (< πλανής < πλανώμαι)] … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
menoplania — ‖ menoplania Path. (mɛnəʊˈpleɪnɪə) [mod.L., from Gr. µηνο , µήν month + πλανία, πλάνη wandering.] A discharge of blood, at the catamenial period, from some other part of the body than the uterus. S. Palmer Pentaglot Dict. In some recent Dicts … Useful english dictionary